- ἐλλόβιον
- ἐλλόβιονthat which is in the lobe of the earneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ελλόβιον — ἐλλόβιον, το (Α) ενώτιον, σκουλαρίκι … Dictionary of Greek
ἐλλοβίοις — ἐλλόβιον that which is in the lobe of the ear neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλοβίων — ἐλλόβιον that which is in the lobe of the ear neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλόβια — ἐλλόβιον that which is in the lobe of the ear neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενλόβιον — και ελλόβιον ἐνλόβιον και ἐλλόβιον (Α) [λοβός] το κόσμημα που τοποθετείται στον λοβό τού αφτιού, το ενώτιον, το σκουλαρίκι (και κατά τον Ησύχ., «ἐνλόβια ἐνώτια» … Dictionary of Greek